To Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε στα πρώτα μόλις χρόνια ζωής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο τέλος δηλαδή της δεκαετίας του 1920, ύστερα από εισήγηση του μεγάλου λαογράφου Στίλπωνος Κυριακίδη, που κατείχε τότε την «έδρα» «της Θρησκείας των Αρχαίων Ελλήνων, του Ιδιωτικού Βίου αυτών και της Λαογραφίας».
Παρόλο που ο προσανατολισμός που είχαν τότε οι λαογραφικές σπουδές στην Ελλάδα ήταν και αρχαιογνωστικός, όπως φαίνεται από την ονομασία της «έδρας», η ίδρυση του Μουσείου και Αρχείου αποφασίσθηκε για διδακτικούς και επιστημονικούς σκοπούς, που σχετίζονταν με το σύγχρονο παραδοσιακό πολιτισμό. Ο Κυριακίδης φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν πυρήνα, ο οποίος θα εξελισσόταν αργότερα σε πλήρες λαογραφικό μουσείο και θα βοηθούσε τόσο τους φοιτητές του πανεπιστημίου όσο και τους μελλοντικούς μελετητές, να γνωρίσουν τον παραδοσιακό πολιτισμό του βορειοελλαδικού χώρου. Για το σκοπό αυτό ο Κυριακίδης φρόντισε να συλλέξει, με τη βοήθεια μιας επιτροπής, που αποτελούνταν από πνευματικούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, αλλά και με τη συνδρομή φοιτητών, τόσο αντικείμενα τέχνης, όσο και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σκεύη, γεωργικά εργαλεία κ.τ.λ. Έτσι το μουσείο θα προσέφερε, κατά το δυνατόν, τη δυνατότητα εποπτείας όσων ο λαός κατασκευάζει και χρησιμοποιεί, στην καθημερινή του ζωή. Φιλοδοξία του Κυριακίδη ήταν παράλληλα να δημιουργηθούν με τον καιρό και να εκτεθούν σειρές από ομοειδή αντικείμενα, μέσα από τα οποία θα μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των μορφών της παραδοσιακής τέχνης και τεχνικής, πράγμα που ανταποκρινόταν και στο θεωρητικό σχήμα της διδασκαλίας του μαθήματος.
Μια διαρκής έκθεση στο παλαιό κτίριο της Φιλοσοφικής
Η ανάπτυξη και λειτουργία αυτού του Μουσείου και Αρχείου ανακόπηκε, δυστυχώς, από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ευτυχώς όμως, τα αντικείμενα του μουσείου και το αρχειακό υλικό διαφυλάχθηκαν κατά την Κατοχή, και μετά την απελευθέρωση αποκαταστάθηκαν στην αίθουσα 14 του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου βρισκόταν και το Σπουδαστήριο της Λαογραφίας. Πολλές γενιές φοιτητών της Φιλοσοφικής θυμούνται τη διαρκή εκείνη έκθεση, με τα θαυμάσια αντικείμενα μέσα στις ωραίες ξύλινες προπολεμικές βιτρίνες τους. Οι καθηγητές της λαογραφίας και διευθυντές του μουσείου, που διαδέχθηκαν τον Κυριακίδη στην ομόλογη έδρα: Δ. Πετρόπουλος και Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό του Μουσείου και του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας, διαφύλαξαν με μεγάλο ζήλο το Μουσείο και το Αρχείο, φροντίζοντας παράλληλα να πλουτίζουν, με τα έστω και πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθεταν, τις συλλογές του.
Η αείμνηστη Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος φρόντισε να γίνει φωτογράφηση και ταξινόμηση των περισσότερων αντικειμένων του μουσείου. Εκπόνησε, επίσης, ένα πολύ σημαντικό σχέδιο προγράμματος για την επανέκθεση και αναδιοργάνωση του μουσείου, το οποίο έχει ως γενικό «σχήμα» τη δημιουργία «θεματικών» ενοτήτων (λ.χ. οι «παραδοσιακές καλλιέργειες»), με την παρουσίαση «δειγμάτων», που τις εικονογραφούν, αλλά και άλλου πληροφοριακού υλικού (φωτογραφικού, βιβλιογραφικού, σχεδιαγραμμάτων, πινάκων κ.ά.), έτσι ώστε να δίνεται μία ιστορική διάσταση στην παρουσίαση του θέματος.
Το μουσείο, στο μεταξύ, χρειάστηκε για δεύτερη φορά να μεταφερθεί, εξαιτίας του σεισμού του 1978, και τα αντικείμενά του να φυλαχθούν σε ασφαλές μέρος. Στο σημερινό ανακαινισμένο παλαιό κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής, και συγκεκριμένα στο υπόγειο (αίθ. 8-9), πρόκειται να παρουσιαστούν τα αντικείμενα του μουσείου σε μια νέα έκθεση, η υλοποίηση της οποίας έχει καθυστερήσει δυστυχώς υπερβολικά πολύ, κυρίως λόγω έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης αλλά και του εξαιρετικά λιγοστού επιστημονικού προσωπικού του υποτομέα Λαογραφίας. Ωστόσο, το επιστημονικό προσωπικό, με τη βοήθεια μεταπτυχιακών φοιτητών, επιτελεί ανελλιπώς διάφορες εργασίες συντήρησης, ταξινόμησης και οργάνωσης του υλικού με σύγχρονα μέσα (π.χ. καταγραφή, επεξεργασία και ταξινόμηση του υλικού σε ηλεκτρονικό υπολογιστή κ.ά.).
Πλούσιο υλικό
Το υλικό που διαθέτει το Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, δύο μεγάλες κατηγορίες συλλογών:
- Μουσειακά αντικείμενα με συλλογές από λαϊκές ενδυμασίες, κεντήματα, υφαντά, έργα αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, ξυλογλυπτικής, κεραμικής, μουσικών οργάνων, ζωγραφικής και παλαιών φωτογραφιών.
- Αρχειακό υλικό με αδημοσίευτες εργασίες, παροιμίες και τραγούδια, μαγνητοταινίες με πλούσιο μουσικό υλικό από διάφορα μέρη της Ελλάδας και το αρχείο αποκομμάτων του Ν. Γ. Πολίτη.
Στο Αρχείο υπάρχει επίσης μία ταινία – ντοκουμέντο, για τους Αναστενάρηδες του χωριού Αγία Ελένη Σερρών, που γυρίστηκε το 1973, από τον Θ. Χατζηπανταζή υπό την εποπτεία του καθηγητή Γ. Μ. Σηφάκη, ο οποίος κατείχε με ανάθεση την «έδρα» της Λαογραφίας. Η χρηματοδότηση της ταινίας έγινε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Σχετικά πρόσφατα, το Αρχείο εμπλουτίστηκε από το προσωπικό αρχείο και τη βιβλιοθήκη του Στίλπωνα Κυριακίδη, τα οποία δώρησε η αείμνηστη Άλκη ΚυριακίδουΝέστορος λίγο πριν από τον θάνατό της.
Tέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδιάζεται, με την υποστήριξη των πρυτανικών αρχών, μία περιοδική έκθεση ορισμένων αντικειμένων του μουσείου (κυρίως κοσμημάτων), η οποία θα εκτεθεί στην αίθουσα περιοδικών εκδηλώσεων του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2006.