Προσφώνηση της Αντιπρυτάνεως καθ. Αθανασίας Τσατσάκου στην πολυ-διάσκεψη του Ευρω-μεσογειακού Πανεπιστημίου (EMUNI) που πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιουνίου.

Αγαπητοί και αγαπητές συνάδελφοι

Θα ήθελα, ως αντιπρύτανις ακαδημαϊκών υποθέσεων, να χαιρετίσω την παρουσία σας σε αυτή την επετειακή ευρω-μεσογειακή πολυ-διάσκεψη για την φοιτητική έρευνα που διεξάγεται στο πλαίσιο του νεότευκτου Ευρω-μεσογειακού Πανεπιστημίου και την οποία συνδιοργανώνουν πανεπιστήμια από δέκα τέσσερις χώρες.
Αισθάνομαι υπερήφανη για το γεγονός ότι το Α.Π.Θ. είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη του εν λόγω πανεπιστημίου που εδρεύει στη Σλοβενία και έχει ήδη προχωρήσει στην εκλογή του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου και της πρώτης Συγκλήτου, με διεθνή σύνθεση.
Ευχαριστώ από καρδιάς τον καθηγητή του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών κύριο Γιάννη Μυλόπουλο που, ως Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας για θέματα Ευρωπαϊκής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου μας, ανέλαβε την ευθύνη της εκπροσώπησης των πρυτανικών αρχών στην καταστατική συνέλευση του Ευρω-μεσογειακού Πανεπιστημίου.
Ευχαριστώ επίσης τον καθηγητή του Τμήματος Νομικής κύριο Πέτρο Στάγκο για τη συμμετοχή του στην εν λόγω συνέλευση με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Τους ευχαριστώ ακόμη επειδή εισηγήθηκαν αυτό το συνέδριο. Συγχαίρω δε τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής και, ιδιαίτερα, το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και τον καθηγητή Γιώργο Παπανικολάου για την κάλυψη των τεχνολογικών απαιτήσεων του εγχειρήματος, καθώς και το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων για τη διοικητική του υποστήριξη.

Το θέμα του σημερινού συνεδρίου είναι, όπως γνωρίζετε, «Ενότητα και ποικιλότητα των ευρω-μεσογειακών ταυτοτήτων».
Ένα θέμα που θέτει επί τάπητος το ζήτημα της διεπιστημονικής και διαπολιτισμικής επικοινωνίας που είναι ανάγκη να αναπτυχθεί μεταξύ των πανεπιστημίων ολόκληρου του Μεσογειακού χώρου. Επιτρέψτε μου λοιπόν –καθώς προέρχομαι από τον χώρο των Επιστημών του ανθρώπου− να επικεντρώσω την προσφώνησή μου στη σκοπιμότητα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.
Αν η ειρηνική συνύπαρξη είναι ο σημαντικότερος ανθρώπινος στόχος και η διαπολιτισμική συνεργασία το μέσο με το οποίο προσδοκούμε να τον προσεγγίσουμε, οφείλουμε να εντάξουμε τη διαπολιτισμική εκπαίδευση στην παρούσα συγκυρία και να ανιχνεύσουμε τα προνομιακά πεδία εφαρμογής της.

Η χειραγώγηση του πολιτισμού από τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς καθιστά ψευδεπίγραφη και καταργεί στην πράξη −και μάλιστα εν ονόματί της− την έννοια του πλουραλισμού. Η πολυπολιτισμικότητα ακολουθεί μια φθίνουσα σημασιολογική πορεία και εξελίσσεται σε ένα φαινόμενο αβαθές, εντελώς αδύναμη να σταματήσει το κύμα της ισοπέδωσης που προκαλείται από την ολοκληρωτική επικράτηση του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου.
Η διαπολιτισμική εκπαίδευση συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας νέας αντικειμενικότητας με ποιοτικά χαρακτηριστικά και καθολική εμβέλεια. Γιατί αποκαθιστά στο εσωτερικό της τις σχέσεις των υποκειμένων και συνεπώς και το ίδιο το υποκείμενο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαπολιτισμική εκπαίδευση δρα τόσο στο ιδεατό όσο και στο πραγματικό επίπεδο, εγγράφοντας στον χώρο όλο και περισσότερες περιφερειακές οπτικές, εισάγει σε αυτόν το ένζυμο που αλλάζει τον ιθύνοντα μύθο του και αναγορεύεται σε σημαντικό παράγοντα του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η διαπολιτισμική εκπαίδευση οφείλει βεβαίως να επωφελείται από τις ευκολίες της ψηφιακής και πληροφοριακής τεχνολογίας χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται στη φαντασμαγορία της και χωρίς να συμμετέχει σε αυτόν τον πόλεμο «όλων εναντίον όλων» που χαρακτηρίζει τους μεταμοντέρνους καιρούς μας. Οφείλει επίσης, προβαίνοντας σε μία δημιουργική συμπλοκή διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, να αξιοποιεί θετικά τη μελαγχολία μας και να προχωρεί σε ρήξεις με ό, τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια οικουμενική δουλειά.
Υπό το φως της διαπολιτισμικότητας ο σύγχρονος πολιτισμικός πλουραλισμός χάνει τα χαοτικά χαρακτηριστικά του και γίνεται χώρος όπου η υπέρβαση των ιδιομορφιών εναλλάσσεται με την προβολή τους, αποκτά δηλαδή ρυθμό και τάξη, δεν εκτρέφει στείρους τοπικισμούς και ουτοπικούς εθνικισμούς, σέβεται τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες, χωρίς ωστόσο να θολώνει την κριτική μας σκέψη και να αμβλύνει τη συγκριτική μας ικανότητα.
Η οργάνωση διμερών ή πολυμερών συνεδρίων −όπως είναι το παρόν− συμβάλλει στη διαπολιτισμική εκπαίδευση των συμμετεχόντων. Η δημιουργία και η υποστήριξη μικτών ομάδων με κοινά ενδιαφέροντα, η διαμόρφωση μικτών ακροατηρίων, η κοινή οργάνωση εκδηλώσεων, η διοικητική συνεργασία, η διδασκαλία μαθημάτων με περιεχόμενο σχετικό με τη βελτίωση των σχέσεων με τον άλλο και την αποκατάσταση του άλλου και, τέλος, η υιοθέτηση κοινών θεσμών γεννούν νέα ήθη, νέες νοοτροπίες και νέο πολιτισμό.

Δύο λόγια, τώρα, για την σχέση αυτογνωσίας-ετεροπροσδιορισμού: Η προσέγγιση με μοναδικό εργαλείο την έννοια της ταυτότητας δεν είναι επαρκής. Είναι ανάγκη να έρθει στο προσκήνιο ο άλλος, αλλά και το αμοιβαίο ενδιαφέρον. Για να γίνει αυτό, πρέπει ο άλλος να αποξενοποιηθεί και να ενταχθεί συνειδητά στις αξίες μας. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι ξένος είναι αυτός που εμείς τον κάνουμε ξένο, όταν οι πολιτισμοί στεγανοποιούνται, τότε πρέπει να προχωρήσουμε χωρίς εξιδανικεύσεις ή δαιμονοποιήσεις, χωρίς εξωτισμούς ή ξενοφοβίες, στην κατανόηση και την αποδοχή του. Τότε μόνο θα προκύψει ένας νέος μεσογειακός χώρος στον οποίο θα εντάσσονται δημιουργικά τόσο οι αρχές της ταυτότητας και της ετερότητας, όσο και οι μεταξύ τους σχέσεις.
Θα τελειώσω τον χαιρετισμό μου με μία σκέψη η οποία ερείδεται στο θεωρητικό μοντέλο που ο Γάλλος κοινωνικός ανθρωπολόγος Gilbert Durand ονομάζει «κοινωνιοπολιτισμική τοπογραφία του φαντασιακού».
Λέω λοιπόν ότι οι μεσογειακές κοινωνίες, για να «αναγοητευθούν» και για  να ξαναβρούν τη «μυθογεννητική ορμή» της λεκάνης που τις δημιούργησε −μια ορμή που συνθλίβεται κάτω από τις υπερβολικές εκλογικεύσεις που ασκούνται στις και από τις χώρες του Βορρά− οφείλουν να επωφεληθούν στο μέγιστο βαθμό από τις «συμβολές» που σχηματίζονται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να αφουγκραστούν τη «συρροή» των πολιτισμών που βγαίνουν από μια κατάσταση περιθωριακή και συγκεχυμένη, για να διεκδικήσουν τη συνεπή και ειρηνική παρουσία τους στις νέες «αποκρυσταλλώσεις» των ονείρων και των επιθυμιών μας. Σε αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του Eυρω-μεσογειακού Πανεπιστημίου μπορεί να είναι καθοριστικός.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Καθηγήτρια Αθανασία Τσατσάκου
Αντιπρύτανις  Ακαδημαϊκών Υποθέσεων
του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Μετάβαση στο περιεχόμενο