Εκλεκτές και εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Αγαπητές και αγαπητοί Συνάδελφοι,
Αγαπητές φοιτήτριες, αγαπητοί φοιτητές
Κατά την τελευταία δεκαετία, το φραστικό μοτίβο «ζούμε σε κρίσιμες περιστάσεις» έχει προσλάβει τις διαστάσεις σχεδόν καθημερινής έκφρασης. Έχοντας επωμισθεί την ευθύνη του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια, είμαι ο τελευταίος που θα ισχυριστώ πως πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου. Από την άλλη, βέβαια, αν ανατρέξει κανείς σε δημόσιους λόγους περασμένων ετών, παρατηρεί πως και πριν την κρίση, σχεδόν κάθε γενιά είχε την αίσθηση ότι βίωνε μια ξεχωριστή εμπειρία, τη δική της ιστορική πρόκληση. Προφανώς, η αίσθηση της κρισιμότητας είναι εξόχως υποκειμενική. Οι εθνικές επέτειοι, πρωτίστως αυτή της ημέρας της ανεξαρτησίας, είναι άριστες ευκαιρίες να εστιάσουμε σε μερικές πραγματικές κρίσεις που σημάδευσαν την πορεία του ελληνικού έθνους και να αναλογιστούμε πώς βιώθηκαν.
Ποια να ’ναι άραγε η δύναμη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να υπερβαίνει τον εαυτό του και να κατανικά τις δυσκολίες;
Ποιες ανώτερες δυνάμεις, ποια κίνητρα, ποιες επιταγές οδηγούν σε τέτοιας έκτασης υπερβάσεις; Τι σηματοδοτεί σήμερα ο αγώνας των ρακένδυτων, αγράμματων και εξαχρειωμένων Ελλήνων του 1821;
Η απάντηση ούτε μονοσήμαντη ούτε απλουστευμένη μπορεί να είναι. Ο πόθος ελευθερίας ναι, η ανάμνηση του αρχαίου κλέους ναι, η προσμονή μιας καλύτερης ζωής ίσως, η κοινή ιστορική και θρησκευτική συνείδηση σίγουρα. Αλλά και η γενναιότητα, η ζωντάνια, ο δυναμισμός, η ευλάβεια, η πίστη, ο κοινός Ελληνικός οραματισμός, το φιλότιμο και η ανάληψη πρωτοβουλίας μπροστά στον κίνδυνο, ο ηρωισμός μπρος την απόγνωση, με λίγα λόγια, η Ελληνική Ψυχή, που περικλείει αυτά και άλλα τόσα ανείπωτα και δυσεξήγητα.
Ο προσεχτικός αναγνώστης της ιστορίας της ελληνικής επαναστάσεως αντιλαμβάνεται εξαρχής ότι όχι μόνον δεν ήταν εγχείρημα λελογισμένου ρίσκου αλλά ότι ήταν σχεδόν καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο ευρύτερος ελληνικός χώρος βίωνε μια σοβαρή κρίση οικονομική και κοινωνική, μέσα σε μια ισχυρή αυτοκρατορία. Μια ευρύτερη επαναστατική κινητοποίηση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων ήταν αναμενόμενη, αλλά δεν αποτελούσε από μόνη της εγγύηση επιτυχίας. Οι πολιτικές εκτιμήσεις ήταν αφελείς, οι στρατιωτικές δυνατότητες υπερτιμημένες, τα οικονομικά μέσα επισφαλή και ο στρατηγικός στόχος, δηλαδή το είδος και η έκταση του επιθυμητού κράτους, ασαφή.
Μέσα στο χάος αυτό, το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», μάλλον ισοδυναμούσε με βέβαιο θάνατο. Κι όμως η Επανάσταση ξεκίνησε με τη συναίνεση ανθρώπων που δεν ήταν ούτε παράλογοι ούτε αυτοκαταστροφικοί. Κινήθηκαν παρόλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις, αναλαμβάνοντας ένα δυσανάλογο ρίσκο, επειδή αντιλαμβάνονταν το χρέος τους να ηγηθούν σε μια πορεία απελευθέρωσης και ανόρθωσης, έστω κι αν ήταν απονενοημένη. Η βαθύτατη κρίση –μια κρίση που μπροστά της τα δικά μας βιώματα φαντάζουν αστεία– τους οδήγησε στη δράση, στην ανάληψη πρωτοβουλιών, σε νέες συμμαχίες, σε ανασχηματισμούς και μετασχηματισμούς ακόμη κι αν είχε –και είχε– μεγάλο κόστος για τους ίδιους.
Μπορούμε άραγε να αναλογιστούμε καν τις συνθήκες του Αγώνα των προγόνων μας; Μπορούμε να συλλάβουμε την γενναιότητα και αποκοτιά τους και να κατανοήσουμε ενέργειες σαν την Έξοδο, το Κούγκι, τον Ζάλογγο, την Θυσία; Και αφού κατά τον Καζαντζάκη στην Ασκητική του, «χωρέσουμε μέσα μας όλους τους προγόνους», συγκρίνοντας τα έργα τους με το σήμερα μπορούμε άραγε να αναμετρηθούμε με τις σύγχρονες προκλήσεις;
Πόσο πιο εύκολη και πόσο πιο τρυφηλή θα φαντάξει η τωρινή μας ζωή και οι συνθήκες του κάθε αγώνα μας!! Αν οι αδύνατοι και ανοργάνωτοι Έλληνες του ‘21 τα κατάφεραν, τότε ο αγώνας που δίνει η Ελλάδα σήμερα, που σίγουρα ξεκινά από ένα καλύτερο εφαλτήριο, ωχριά μπροστά σε εκείνα που αντιμετώπισαν, με επιτυχία, οι πρόγονοί μας.
Στο σημείο αυτό, ο πάντα επίκαιρος στίχος του Σολωμού, του κοσμοπολίτη εθνικού ποιητή που βιώνει την πατρίδα και το δράμα των τέκνων της, δείχνει και πάλι τον δρόμο. Όπως εκείνος με την πέννα του κατάφερε να χωρέσει σε 8 μόλις στίχους αιώνες και χιλιετίες ύπαρξης, αγώνων, επιτευγμάτων και προσδοκιών, το ίδιο, ως μέγιστο χρέος, οφείλει να πράξει κάθε πνευματικός άνθρωπος σήμερα: Να εμψυχώσει, να ξεσηκώσει και να καθοδηγήσει τους Έλληνες, αυτούς τους μόνιμους διαχρονικούς αγωνιστές. Αγωνιστές αντιμαχόμενους δυνάμεις βίαιες και σκοτεινές, σε έναν αγώνα άπελπι, φαινομενικά χαμένο, με μέσα τόσο άνισα και πάντοτε με αριθμητικό μειονέκτημα, που με τρόπο θαυμαστό και ανέλπιστο καταλήγει σε ένδοξη νίκη ή σε ακόμη πιο ηρωική πτώση, και οι δύο πράξεις, σε κάθε περίπτωση, αντάξιες της τρισχιλιετούς και πλέον Ιστορίας μας.
Πριν από μερικούς μήνες, ξαναβρέθηκα στη Ζάκυνθο για ν’ αποχαιρετήσω το Γιάννη τον Παντή. Αντικρύζοντας το λόφο του Στρέφη, θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον επισκέφτηκα, παιδί οχτώ χρονών. Μου είπανε ότι εκεί έγραψε ο Σολωμός τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ακούγοντας τα κανόνια απ’ την πολιορκία του Μεσολογγίου. Θυμάμαι που προσπαθούσα να δω την απέναντι ακτή και να φανταστώ τα κανόνια. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, προσπαθούσα να δω μέσα στην καρδιά και την ψυχή του ποιητή και να φανταστώ την φλόγα που τον έκαιγε.
Ο Διονύσιος Σολωμός, τα 220 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουμε φέτος, ήταν αγωνιστής δίχως άρματα. Το κοινωνικό και οικονομικό του προφίλ, ο χώρος που μεγάλωσε, σπούδασε και δημιούργησε, τα Επτάνησα και η Ιταλία, ο ίδιος ο χαρακτήρας του, δεν προοιώνιζαν έναν πολεμιστή. Όμως η πένα του αποδείχθηκε πολύ πιο κοφτερή από οποιαδήποτε σπάθα του ’21.
Ο ποιητής εκπλήρωσε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο το καθήκον του.
Για όλους εμάς τους υπόλοιπους, η εκκρεμότητα αυτή παραμένει. Η πατρίδα μας δεν έχει ανάγκη μόνον από πολεμιστές αλλά από αγωνιστές κάθε είδους, φύλου και ηλικίας, ειδικά από καταρτισμένους. Οι ευκαιρίες και οι ανάγκες δραστηριοποίησης είναι περισσότερες από όσες φανταζόμαστε και αυτό ισχύει πρωτίστως για εμάς, τους ακαδημαϊκούς δάσκαλους.
Ας μην περιμένουμε ειδική πρόσκληση στην Αγία Λαύρα.