Η νόσος Alzheimer, η συνηθέστερη μορφή άνοιας, επηρεάζει σήμερα περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Στην Ευρώπη περίπου 10.5 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με άνοια. Στην Ιρλανδία, 55.000 άνθρωποι έχουν άνοια και περίπου 40.000 από αυτούς έχουν διαγνωστεί με τη νόσο Alzheimer. Στην Ελλάδα οι αριθμοί αγγίζουν τις 200.000 και τις 150.000 αντίστοιχα. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία, που να μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη ή να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου.
Τα αποτελέσματα μιας μεγάλης κλίμακας διεθνούς μελέτης που αφορά στη θεραπεία της νόσου Alzheimer, τα οποία δημοσιεύθηκαν στις 24 Σεπτεμβρίου 2018, στο διεθνούς κύρους ιατρικό περιοδικό «PLOS Medicine» (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/30248105), μπορεί να ανατρέψουν αυτά τα δεδομένα.
Η κλινική μελέτη με την ονομασία «Nilvad», με επικεφαλής και συντονίστρια ομάδα ερευνητών από το Trinity College του Δουβλίνου, διεξήχθη σε 23 πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης και των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και το Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ, και αφορά τη διερεύνηση νέας θεραπείας με χρήση της φαρμακευτικής ουσίας Νιλβαδιπίνη, αντί της καθιερωμένης θεραπείας με placebo.
Η νιλβαδιπίνη είναι ένα εγκεκριμένο φάρμακο για την αντιμετώπιση της υψηλής αρτηριακής πίεσης. Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι μειώνει τα επίπεδα β-αμυλοειδούς, της τοξικής πρωτεΐνης που σχετίζεται με τη νόσο Alzheimer. Με αυτά τα δεδομένα, η έρευνα εστίασε στο αν θα μπορούσε η χρήση της νιβαλδιπίνης να αποτελέσει αποτελεσματική θεραπεία και για ασθενείς με Alzheimer.
Εξετάσθηκαν συνολικά 511 ασθενείς με ήπια έως μέτρια νόσο Alzheimer, στους οποίους είχε χορηγηθεί νιλβαδιπίνη, προκειμένου να διερευνηθεί εάν η χρήση της ουσίας μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου. Οι εκατό από αυτούς εξετάσθηκαν από το Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, στο σύνολο των ασθενών με ήπια έως μέτρια νόσο Alzheimer, η νιλβαδιπίνη ήταν γενικά καλά ανεκτή, ωστόσο, δεν υπήρξε όφελος από τη φαρμακευτική θεραπεία στη μνήμη ή σε άλλες νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου. Ωστόσο, όταν εξετάστηκαν ξεχωριστά οι δύο κατηγορίες ασθενών (με ήπια / με μέτρια νόσο), ένα μικρό ποσοστό ασθενών που βρισκόταν στα αρχικά στάδια της νόσου φαίνεται να είχε όφελος από τη θεραπεία. Τα αποτελέσματα χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Ο επικεφαλής και συντονιστής της μελέτης, Καθηγητής της Ψυχιατρικής και Γηριατρικής του Trinity College του Δουβλίνου, Brian Lawlor, ανέφερε: «Το αποτέλεσμα της μελέτης για το σύνολο των ασθενών με ήπια και μέτρια νόσο Alzheimer ήταν αρνητικό. Ωστόσο, αν αναλύσουμε τα δεδομένα με βάση τη βαρύτητα της νόσου, οι ασθενείς με ήπια νόσο φαίνεται να επωφελήθηκαν από την νιλβαδιπίνη, ενώ οι ασθενείς με μέτρια νόσο Alzheimer φαίνεται να τα πηγαίνουν χειρότερα με τη λήψη του φαρμάκου. Τα αποτελέσματα αυτά θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω σε μελλοντικές μελέτες. Εκτιμάται ότι, για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, θα πρέπει να στοχεύσουμε σε ασθενείς που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της νόσου».
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, διεξήχθησαν, επίσης, στους ασθενείς μια σειρά από αιματολογικές εξετάσεις, συνδυαστικά με τη χρήση μαγνητικού τομογράφου. Ο αρμόδιος Καθηγητής Γηριατρικής Marcel Olde Rikkert, Διευθυντής στο Department of Geriatric Medicine, Radboudumc Alzheimer Center, Donders Institute of Medical Neurosciences, Radboudumc, Nijmegen, Ολλανδίας, σχολίασε: «Η πιθανή διπλή δράση της νιλβαδιπίνης τόσο στα επίπεδα του β-αμυλοειδούς όσο και στην αιματική ροή του εγκεφάλου ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω έρευνες».
Η μελέτη Nilvad χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του 7ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο συνεργατών στην Ευρώπη που θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο συλλογικά, προκειμένου να μελετηθούν νέα φάρμακα για τη νόσο Alzheimer και την άνοια.